- νεολαίος
- ο [νεολαία]1. (γενικά) νέος σε ηλικία2. νέος που ανήκει σε οργάνωση νεολαίας, συνήθως πολιτικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεολαίος — ο νέος, μέλος πολιτικής οργάνωσης της νεολαίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)